- ραφανις
- ῥαφανίςῥᾰφᾰνίς-ῖδος ἥ редька или редиска Arph., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ῥαφανίς — ῥαφανί̱ς , ῥαφανίς radish fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφανίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. ραφανίδα … Dictionary of Greek
ῥαφανήν — ῥαφανίς radish fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφανῖδα — ῥαφανίς radish fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφανῖδας — ῥαφανίς radish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφανῖδες — ῥαφανίς radish fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφανῖδι — ῥαφανίς radish fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφανῖδος — ῥαφανίς radish fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφανῖσι — ῥαφανίς radish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφανῖσιν — ῥαφανίς radish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφανίδα — η / ῥαφανίς ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ 1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη τού οποίου… … Dictionary of Greek